
Δημοσιεύθηκε αρχικά από
amyroukai
Στο καφέ λοιπόν, εκεί δίπλα στην κηδεία που ΔΕΝ ΜΑΣ ΚΕΡΑΣΑΝ ΕΝΑ ΚΟΛΛΥΒΟ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ οι τσίπηδες, με το που παρκάρουμε ήταν ένας τυπάκος με μιά bmw 520 κάτιτις παλιά και φόρτωνε λαχανικά στο πορτμπαγκάζ. Από που είστε ρε παιδιά; Δίπλα μου τώρα ο τύπος, δεν του έδωσα καμμία σημασία, δεν πας πιο πέρα ρε βλάχο; Αλλά περίμενε απάντηση, ούτε κουνήθηκε. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω μιά φάτσα λίγο αστεία, 50κάτι, κοντούλης ελαφρά γεματούλης ένα χαμόγελο ΝΑ και κάτι δόντια πιο αραιά και από τα μαλλιά μου και το βλέμμα που έχει ο σκύλος μου όταν γυρίζω σπίτι, πεινασμένο για επαφή. Από Αθήνα. Και ήρθατε ΕΔΩ για καφέ; (λάμπει το μάτι) Ε ξέρεις εδώ είναι η πρώτη στάση, μετά θα πάμε και αλλού. Στη λίμνη να πάτε είναι όμορφα. Θα πάμε, θα πάμε και πηνειό και τσιβλό μετά. ΠΩΩΩΩΩ ρε φίλε μεγάλη βόλτα, πιάσατε τα νερά ε, λοιπόν ότι θέλεις ρωτάς εδώ είναι τα μέρη μου. Σ' ευχαριστώ. Καθόμαστε απέναντι, πάω στο μπαλκονάκι να χαζέψω τη θέα τσουπ ο τυπάκος πάλι εκεί, να μου πει για τα χωριά που φαίνονται, το πιο ψηλό χωριό που είναι πίσω από το βουνό και του λέω έχω πάει και γέμισε περηφάνεια που βρέθηκε ένας βλάκας από την πόλη των αγνώστων που είχε πάει "Στα μέρη του" και ήξερε έστω δυο τρία χωριά και του άρεσαν, ούτε παιδάκι πέντε χρονών δεν κάνει έτσι, χαιρόταν και χαμογελούσε ολόκληρος, ένα βλέμα ζωντανό, διαπεραστικό, καθαρό... Είχα φύγει με ένα κεφάλι κουδούνι, γεμάτο σκέψεις και σκοτούρες και δουλειές και προσωπικά... Τον μπαγάσα τον καταυλακιώτη με άδειασε. Αυτός έλαμπε με δυο χαζοκουβέντες που άλλαξε με τον τίποτα τον ξένο και εγώ φορτώθηκα τις αηδίες του κάθε γελοίου στο μυαλό; Πόσο μας έχει αλώσει αυτή η κωλοπόλη, που γίναμε ανθρωποφάγοι, ο θάνατός σου η ζωή μου και να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα, που ζούμε συχνά μόνο και μόνο για να να επιβιώσουμε, χωρίς αυτό το "άδειο" το κεφάλι που λέει ο Λύκος να μας αφήνει να απολαύσουμε; Γυρνάω στο τραπέζι, ο τυπάκος καθόταν δίπλα με δυό γυναίκες και συζητούσαν και έκλεβε καμιά ματιά στην παρέα μας, χαρούμενος. Φεύγοντας λέει να σου δώσω τηλέφωνο, ότι θέλεις να ρωτήσεις, αρνήθηκα ευγενικά, δεν ήθελα να δημιουργήσω την προσδοκία ότι θα πάρω.
Αλλά ρε φιλαράκι άγνωστε άνθρωπε, σ' ευχαριστώ. Και όποιον σ'έστειλε στο δρόμο μας.