Από τον Ε.Τ
Εβαψαν τα χέρια τους με αίμα παιδιών
Παρασκευή, 06.03.09
Ιστορίες πνιγμένες στο αίμα και τη βαρβαρότητα κρύβουν οι ομαδικοί τάφοι, που ανοίγουν το τελευταίο διάστημα στην Κύπρο, αποκαλύπτοντας ασύλληπτες ανθρώπινες τραγωδίες.
Την Κυριακή ο Γιώργος, ο Παναγιώτης και η Γιαννούλα Λιασή κηδεύουν, 35 χρόνια μετά τη δολοφονία τους, τη μητέρα, τρεις αδερφές, ένα ανιψάκι, το θείο, τη γιαγιά και τον παππού τους. Ολοι τους εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Παλαίκυθρο, μαζί με την οικογένεια Σουππουρή, από νεαρούς Τουρκοκυπρίους, στις 17 Αυγούστου 1974.
Από την οικογένεια Λιασή έζησε μόνο ο Γιώργος και η Γιαννούλα που τότε ήταν 15 και 27 ετών. Και οι δύο είχαν πυροβοληθεί από τους δολοφόνους τους, αλλά κατάφεραν να επιζήσουν, κρατώντας στη μνήμη τους τις τραγικές στιγμές της ομαδικής σφαγής. Από την οικογένεια σώθηκε και ο αδελφός τους Παναγιώτης που υπηρετούσε τότε τη θητεία του και βρισκόταν στο μέτωπο, ενώ ο πατέρας τους Λουκάς πληροφορήθηκε την εκτέλεση της γυναίκας και των παιδιών του στη Λιβύη όπου εργαζόταν. Ο Λουκάς Λιασής πέθανε πριν από πέντε χρόνια και δεν μπόρεσε να συνοδέψει στην τελευταία τους κατοικία τους αγαπημένους του.
Kόλαση
Ο Γιώργος Λιασής σήμερα θυμάται πως κατά τις 10 το πρωί του Σαββάτου 17 Αυγούστου 1974 «μπήκαν στο σπίτι τέσσερις Τουρκοκύπριοι με όπλα. Μας έβγαζαν βίαια έξω από το σπίτι στην αυλή. Οπως βγαίναμε έξω στην αυλή, κοντά στην πόρτα, ήταν ένας Τουρκοκύπριος που κρατούσε σωλήνα και μας χτυπούσε». Τους έβαλαν όλους να ξαπλώνουν κάθετα προς το αυτοκίνητο του Ανδρέα Σουππουρή και άρχισαν να πυροβολούν.
Η Γιαννούλα Λιασή θυμάται ότι δύο από τους τέσσερις δολοφόνους ήταν νεαρά παιδιά, 15 με 18 χρόνων. Κατάλαβε ότι ήταν Τουρκοκύπριοι γιατί μιλούσαν ελληνικά και ήταν ντυμένοι με πολιτικά και μόνο ένας φορούσε στρατιωτική στολή. Ο Γιώργος Λιασής μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ανέφερε πως τα κλάματα και τα ουρλιαχτά που ακούγονταν αρχικά σίγησαν μετά τους πυροβολισμούς. Πυροβολούσαν από δύο μεριές. «Δεν σκέφτηκαν, δεν σεβάστηκαν. Εβαψαν τα χέρια τους με αίμα παιδιών οκτώ μηνών, δύο χρόνων, επτά χρόνων. Σκότωσαν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους απροστάτευτους».
Σφαίρα στο κεφάλι
Ο Γιώργος Λιασής θυμάται ότι στις 21 Αυγούστου 1974 οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όλους τους Ελληνοκυπρίους των χωριών της περιοχής Κυθραίας. Εβαλαν τους άνδρες στην εκκλησία του χωριού Βώνη και τα γυναικόπαιδα στο σχολείο. Ο ίδιος βρισκόταν στην εκκλησία μαζί με τους άνδρες και, όπως θυμάται, κάθε βράδυ οι Τούρκοι έπαιρναν μία ομάδα και λίγο μετά ακούγονταν πυροβολισμοί. Εκείνους του άνδρες δεν τους ξαναείδαν. Ο Γιώργος Λιασής μπόρεσε να πλησιάσει τον τότε ύπατο αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, Σαντρουντίν Αγά Χαν, ο οποίος επισκέφθηκε τη Βώνη στις 23 Αυγούστου. Του εξιστόρησε τι συνέβη στην οικογένειά του και του έδειξε και το φρέσκο τραύμα από τη σφαίρα που είχε μείνει στο κεφάλι του. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στον Αγά Χαν να τον πάρει μαζί του στις ελεύθερες περιοχές και ένας αξιωματικός του «Αττίλα» εμπόδισε τον Γιώργο να μπει στο αυτοκίνητο του ΟΗΕ.
Ο Γιώργος Λιασής μεταφέρθηκε σε τουρκοκυπριακό νοσοκομείο όπου εκεί τυχαία συναντήθηκε με την αδελφή του Γιαννούλα, η οποία είχε επιβιώσει έχοντας 17 σφαίρες στο σώμα της. Τελικώς κάτω από διεθνή πίεση οι Τούρκοι άφησαν ελεύθερα τα δύο αδέλφια τον Νοέμβριο του 1974. Η Γιαννούλα Λιασή ζητάει μέχρι σήμερα να εντοπιστούν και να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι της οικογένειάς της. Θυμάται ότι ένας Τούρκος αξιωματικός της ζήτησε να αναγνωρίσει από φωτογραφίες τους δολοφόνους, με την υπόσχεση ότι θα τους σκοτώσει ο ίδιος. Δυστυχώς όμως σε καμία φωτογραφία δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τους τέσσερις Τουρκοκυπρίους, αφού όταν την πυροβολούσαν αυτή είχε σκύψει το κεφάλι της και είχε αγκαλιάσει τον δίχρονο γιο της για να τον σώσει.