"Ήµουν, λοιπόν, στη Μύκονο και κοίταζα το ηλιοßασίλεµα στη Λιά. Εκεί που
> αγνάντευα τον ήλιο ακούω µια φωνή:
> - Καλέ κύριε, πάρτε µε αγκαλιά.
> Κοιτάζω δεξιά, τίποτα. Κοιτάζω αριστερά, τίποτα. Κοιτάζω κάτω και τι να δω.
> Ένα ßατραχάκι.
> Εκεί που το κοίταζα, µου ξαναλέει:
> - Σας παρακαλώ, καλέ κύριε, πάρτε µε αγκαλιά.
> Τσιµπιέµαι, ξανατσιµπιέµαι και το ßατραχάκι είναι ακόµα εκεί. Τι να κάνω, το παίρνω αγκαλιά.
> Μετά µου λεει:
> - Τώρα δώστε µου ένα φιλάκι.
> Τι να κάνω κι εγώ, ήξερα το παραµύθι µε τον πρίγκιπα και έλεγα µπας και µεταµορφωθεί σε πρίγκιπα και µου δώσει και κάνα φράγκο. Το φιλάω λοιπόν και δε γίνεται τίποτα.
> Και τότε είναι που µου λεει:
> - Και τώρα, κάντε µου έρωτα!
> Εκεί τρελάθηκα, αλλά είπα µέσα µου πως όλα αυτά τα φαντάζοµαι, γι ΄αυτό λοιπόν κατεßάζω το παντελόνι µου και, µε το που ακουµπάω το όργανό µου πάνω στο ßάτραχο, µεταµορφώνεται σε ένα πανέµορφο δεκατετράχρονο κοριτσάκι.
>
> ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. ΟΧΙ ΟΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ..."