Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να επανεκτιμήσω τον εφηβικό μου εφιάλτη. Αυτό που κάποτε μου φαινόταν πιο φρικτό και από τον ίδιο το θάνατο, σήμερα μου είναι ανεκτό, έως και διασκεδαστικό. Αυτή ακριβώς είναι και η μαλακία με τα οικογενειακά τραπέζια: όταν είσαι πολύ μικρός και πρέπει να παρευρεθείς αναγκαστικά σε αυτά, σου φαίνονται βαρετά και όταν πια είσαι αρκετά μεγάλος και μπορείς να τα αποφύγεις, καταλαβαίνεις πόσο αστεία είναι. Στην Ελλάδα, που αφορμή για μάσα, πιοτί και χορό βρίσκουμε μέχρι και στις κηδείες το είδος icogenaicus trapezicus ευδοκιμεί όλο το χρόνο.
Μπορεί να το έζησες την Καθαρά Δευτέρα ή να πρέπει να περιμένεις μέχρι το Πάσχα, μπορεί να έχει γενέθλια ο πατέρας σου ή απλά να το χρωστάτε ως υποχρέωση σε τίποτα συγγενείς. Η αφορμή για την οποία οργανώνεται ένα οικογενειακό τραπέζι δεν αλλάζει τίποτα άλλο παρά το μενού, και αυτό ελάχιστα. Το πρωτόκολλο είναι το ίδιο, η τσίτα είναι η ίδια και οι πρωταγωνιστές έχουν μάθει πια τα λόγια τους απ’έξω.
Η κουρασμένη μάνα
Δέκα μέρες πριν από το τραπέζωμα έχει ήδη αρχίσει να αγχώνεται. Τα βράδια κάνει υπνοπαιδεία ακούγοντας συνταγές για γιαπράκια και τη μέρα προσπαθεί να υπολογίσει αν θα χωρέσουν οι κατσαρόλες το φαΐ για τόσους ανθρώπους. Μετά τσακώνεται με το σύζυγο –μόνη της τσακώνεται- που δεν έχουν αγοράσει άλλες μεγαλύτερες κατσαρόλες τόσα χρόνια και παιδεύεται με αυτές τις μικρές. Ανήμερα του τραπεζιού θα σηκωθεί στις 6 το πρωί για να ρίξει το 17ο συνεχόμενο σφουγγάρισμα του τελευταίου 24ώρου και στις 7 θα έχει ήδη αρχίσει να μαγειρεύει – όσα δεν έχει έτοιμα από την προηγούμενη. Λίγο πριν καταφτάσουν οι συγγενείς θα βλασφημάει που δεν προλαβαίνει να ετοιμαστεί και θα θυμηθεί ότι όταν τους καλέσανε εκείνοι πρόπερσι δεν είχαν μαγειρέψει και τίποτα της προκοπής, ενώ αυτή κάθεται και σκοτώνεται για να τους ευχαριστήσει όλους.
Θα τα βάλει με το γιο της που παλιτοιδιοτζινφορεσεςαμανπια και με το σύζυγο που καπνααποτηψησταριαμπαινειμεσαστοσπιτικαιμολιςκαθαρ ισα. Στο πρώτο κουδούνι θα αρχίσει να τρέχει πανικόβλητη λες και κατέφθασε ο Γάλλος πρέσβης κατευθείαν από τα Παρίσια αλλά μόλις ανοίξει την πόρτα θα πάρει ύφος «είμαι τόσο ξεκούραστη γιατί το να ταΐζω δέκα άτομα μου βγαίνει τόσο φυσικά .!». Κατά η διάρκεια του τραπεζιού θα ρωτήσει μόνο 100.000 φορές τους καλεσμένους γιατί δεν έφαγαν το ένα ή το άλλο και θα σηκωθεί άλλες τόσες για να φέρει κάτι που ξέχασε. Φυσικά κάτι θα παραλείψει να σερβίρει – που βρίσκεται στην κατάψυξη συνήθως- και αυτό είναι ικανό να της χαλάσει τη διάθεση για όλο το απόγευμα.
Αγαπημένη της συνήθεια: να ρίχνει βλοσυρές ματιές στους συγγενείς πρώτου βαθμού όταν πετάνε μπαρούφες που μπορούν να τους εκθέσουν οικογενειακώς στους συγγενείς δευτέρου βαθμού.
Ο πατέρας ψήστης
Παλεύει 5 ώρες για να ανάψει κάρβουνα και όταν ανάψουν καίει τις 7 από τις 10 μπριζόλες. Μετά περηφανεύεται για το κατόρθωμα του μια δεκαετία. Ο πατέρας ψήστης είναι φαινομενικά μουγκός μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει να ρίχνει το 5ο ποτηράκι κρασιού στο αίμα του. Από ‘κεί και πέρα αρχίζει το χάος. Θα πετάει το ένα χοντροκομμένο αστείο μετά το άλλο προκαλώντας αλλεπάλληλες σιωπές στο χώρο. Θα θυμηθεί ιστορίες από τα σχολικά του χρόνια και θα τις διηγηθεί έτσι που θα σας κάνει να πιστεύετε ότι ξεκινούσε να πάει στο σχολιό (προσοχή: ΟΧΙ ΣΧΟΛΕΙΟ) ξυπόλητος και περπατούσε τουλάχιστον 20 χιλιόμετρα για να φτάσει ως εκεί, ενώ το βράδυ κοιμότανε στο σταύλο δίπλα στα ζα και διάβαζε χωρίς ηλεκτρικό. Θα συνεχίσει με ιστορίες από το στρατό (ο πατέρας ψήστης πάντα κακοπέρασε στο στρατό ΑΛΛΑ τώρα που μεγάλωσε συγκινείται που το θυμάται και θεωρεί ότι τελικά του έκανε καλό) και θα καταλήξει να λέει χοντροκομμένα ανέκδοτα πού δεν είναι ικανά να κάνουν ούτε το 5χρονο εγγονάκι του να γελάσει. Γενικά ο πατέρας ψήστης είναι αυτός για τον οποίο ντρέπεται όλη η οικογένεια από ένα σημείο και έπειτα και όλοι παρακαλάνε πότε θα φωτίσει ο Θεός να βγάλει πάλι το σκασμό.
Αγαπημένη συνήθεια: Με το που τελειώσει η μασαμπούκα ο πατέρας ψήστης δε θα διστάσει να ανακοινώσει πως θα κοιμηθεί για καμιά ωρίτσα και μάλιστα σε καναπέ που είναι εμφανής σε όλους του υπόλοιπους που θα κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Τρολ.