...ΤΟΝ ΕΙΔΑ εκεί, γυρισμένο σε μια γωνιά, με τα μάτια νωπά ακόμα, ενώ μια ατίθαση μπουκλίτσα του έκρυβε το δάκρυ στο μάγουλο. Δεν με πρόσεξε, η απόλυτη σιωπή τον είχε βυθίσει σε κάποια απελπισμένη σκέψη. Τα χείλη του σφιγμένα, πρόδιδαν τα αισθήματά του. Ήταν προδωμένος και φοβισμένος από τούτη τη ζωή. Το δικό του όνειρο γκρεμίστηκε, όπως το κύμα γκρεμίζει το κάστρο που δυο αθώα παιδικά χεράκια έχτισαν στην άμμο. Μεταμορφώθηκε σε εφιάλτης που τον κηνυγά. Κλείνει τα μάτια του απότομα σαν να θέλει να σβήσει τη σκέψη του και να τη θάψει μέσα στα δάκρυα. Οι ίδιες σκέψεις που γι' αυτόν ήταν ένας Παράδεισος, μια άνοιξη, τώρα γινήκανε ο διάολος που τον κηνυγά απεγνωσμένα να τον χώσει σε μια αιώνια Κόλαση. Η καρδιά του χτυπά δυνατά, για να τον ξηπνά που και που από τον λήθαργο, σαν μόνο δείγμα ζωής. Και τι είναι η ζωή? 'Ενας γολγοθάς, μόνο που αυτός δεν κουβαλά ένα ξύλινο σταυρό, μα μια σακάτινη ψυχή που αργοπεθαίνει. Ακουμπά τα χέρια του στο μουσκεμένο χώμα και βουτά με τη χούφτα του λίγη άμμο. Ανοίγοντας την παλάμη του οι κόκκοι αρχίζουν να χορεύουν μέσα στον αέρα, κάνοντας το βελούδινο χέρι του να μοιάζει με αγρό που ο αγέρας γίνεται τραγούδι για τα όμορφα μπουμπούκια της άνοιξης και μετά από λίγο παρασύρονται και χάνονται στην αιωνιότητα. Η παλάμη του τώρα μοιάζει σαν πόλη βομβαρδισμένη, χωρίς ίχνος ζωής. Έτσι έσβησαν και τα όνειρα που η ατίθαση εφηβεία του πρόσφερε. Τα παράσυρε ο αέρας και χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ένα απαλό αγεράκι χαϊδεύει τα καστανόξανθα μαλλιά του που σαν χαίτη ατίθασου αλόγου χύνονται στην πλάτη του. Σηκώνεται δειλά - δειλά, πατώντας με δύναμη στη γη, σα να φοβάται μην τη χάσει από τα πόδια του και πέσει τότε πάνω σε κανένα σακατεμένο απομεινάρι του πιο ωραίου ονείρου του. Η θάλασσα σκάει αφρισμένη πάνω σε 'κείνο το βράχο που πέρασε τα παιδικά του χρόνια, όταν κατάφερνε να το σκάει από το σπίτι του, αναζητώντας την ελευθερία του. Τρέχει απελπισμένα προς αυτόν και κουρασμένος βουλιάζει στη μουσκεμένη άμμο. Ορμά επάνω του και τον αγκαλιάζει σαν τον ξενιτεμένο που μόλις τώρα γύρισε. Σκαρφαλώνει σαν πεινασμένο τσακάλι επάνω του, παλεύει με τα νύχια του που γαντζώνονται σαν γυπίσια σ' αυτόν. Θέλει να δεί πέρα από τα σύννεφα, να αντικρίσει τον ήλιο, να ζεστάνει το κορμί του κάτω από τις ακτίνες του, να γευτεί νοσταλγικά την αλμύρα της θάλασσας. Από μακριά φαντάζει σαν τον Ποσειδώνα που το 'σκασε από τον βυθό για να κρατήσει συντροφιά στον ήλιο, μα κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως η ψυχή του έχει μουλιάσει από τα πολλά δάκρυα και τον έχει περονιάσει ο καημός. Όλα είναι ήρεμα. Μόνο το κύμα ακούγεται και το τρίξιμο ενός σαπιοκάραβου που είναι βουτηγμένο στο νερό. Απόλυτη, νεκρική ησυχία, γαλήνη που ο καθένας αναζητά για να γιατρέψει την άρρωστη ψυχή του. Και ξάφνου ο ήχος μιας κραυγής και το μουγκρητό της μηχανής αντηχούν μέσα στο μανιασμένο πέλαγο. Η θάλασσα ανακατώνεται, πελώρια κύμματα σηκώνονται σαν χέρια κάποιου κύκλωπα που ψάχνουν για τον δικό τους Οδυσσέα. Σε κάποιο σημείο η θάλασσα βάφεται κόκκινη από το αίμα του γήινου Ποσειδώνα. Το σώμα του ανυψώνεται μέσα στο κύμα που το χτυπά με δύναμη στα βράχια και στο τέλος το ξερνά σμπαραλιασμένο πάνω στην άμμο. Ήταν αλήθεια όμορφος! Σαν λουλούδι που άνθισε μα η κακοκαιρία το σακάτεψε.