Σήμερα θα διαβάσετε το "Φορτηγατζή με τις παντόφλες", που μας αφηγήθηκε ο φωτογράφος Λευτέρης Μιαούλης.
Μια φορά αγόρασα ένα εντούρο μεταχειρισμένο και σε πέντε μήνες το πούλησα, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα και είχε και κάτι ηλεκτρικά, άσ’ τα... Είμαι που λες μ’ αυτό στην Πανεπιστημίου, στις αρχές της, απέναντι από τη Μεγάλη Βρεταννία. Με κλείνει ένας φορτηγατζής, κόντεψε να με σκοτώσει. Του φωνάζω, «Ρε μαλάκααααα!» Με βλέπει, τελευταία στιγμή, ισιώνει το τιμόνι, γλύτωσα. Αλλά αυτός παρεξηγήθηκε από τη βρισιά.
Σταματάμε στο φανάρι, ανοίγει την πόρτα του φορτηγού, κατεβαίνει κάτω, κι είναι ένας χοντρός με φανέλα, σορτς και παντόφλες πλαστικές πισίνας, τις καφέ. Καλοκαίρι ήτανε. «Θα σε γαμήσω», μου λέει. «Έλα», του λέω. Και όπως με πλησιάζει, ξεκινάω εγώ γκαγκάν γκαγκάν, με παίρνει από πίσω ο χοντρός. Και κατεβαίνουμε τώρα την Πανεπιστημίου, καλοκαίρι, σχεδόν άδειος ο δρόμος, εγώ πάνω στη μηχανή με 35 χιλιόμετρα, ο χοντρός τρέχοντας με τις πλαστικές παντόφλες να με πιάσει. Και φτάνουμε έτσι λίγο πριν την Ομόνοια και το φορτηγό να το έχει παρατήσει στην Ομήρου. Πλέον είχε σκάσει, δεν μπορούσε να τρέξει άλλο, σταματάει και γυρνάει πίσω.
Στην επόμενη γωνία είναι δυο μπασκίνες και με πλησιάζουν σκασμένοι στα γέλια οι άνθρωποι. Ανοίγει ο ένας το πορτοφόλι του, «Σου δίνω ένα χιλιάρικο», μου λέει, «μπορείς να το ξανακάνεις;».