Καλά στην Αθήνα βλέπω συχνά τύπους καί τύπισσες με κράνη και εξοπλισμό και τους χαίρομαι (μή νομίζεις ότι εγώ παραφοράω εξοπλισμό, καλοκαίρι στάνταρ μποτάκι και γαντάκι με κάρμπον με γαμώ τις ενισχύσεις αλλά φουλ αεριζόμενα, ένα δερμάτινο ψιλό -δερματίνη της πλάκας, μη μασάς-, και το κρανάκι -το χειμώνα βαρύτερο εξοπλισμό).
Λόγω δουλειάς όμως, δε τυχαίνει να βγαίνω στους δρόμους παρά μόνο πολύ πρωί και αργά το μεσημέρι και πολύ αργά το βράδυ με σπάνιες εξαιρέσεις.
Σε μία από αυτές τις εξαιρέσεις, έφυγα νωρίτερα και έπεσα σε μια αριστερή κατηφορική μεγάλη στροφή ενώ είχα αγκαλιά ως συνήθως τις μπαριέρες για να μη βγεί κουτάκιας -που κάθε μέρα 8 στους δέκα πατάνε τη διαχωριστική-, σε κάτι περίεργο.
Καμμιά δεκαριά μηχανές έρχονταν από το αντίθετο ρεύμα, παπιά, σκούτερ, και μικρά εντουράκια, να βολτάρουν σιγά σιγά για να επιστρέψουν στο χωριό τους από το σχολείο, συζητώντας και γελώντας.
Επειδή έμπαινα με 4η αργά (αργά για μένα), τους άκουσα πρώτα και μετά τους είδα.
Μπορεί να γέμιζαν όλη τη λωρίδα τους, αλλά όλοι φόραγαν κράνη.
![]()
Έπαθα πλάκα λέμε, παραλίγο να γυρίσω επιτόπου και να πάω απο κοντά για τα λίγα χιλιόμετρα που τους μένανε για το σπίτι για παρέα -είμουνα και κουρασμένος και βρήκα δικαιολογία πάλι.
Το γεγονός ότι ακούσανε τη μουρμούρα της σουτζούκας και φωνάζανε διάφορα ωραία, με έστειλε ξανά στη πραγματικότητα, και άνοιξα πολύ ελαφρά το γκάζι και συνέχισα μόνος το δρόμο μου.
Δε ξέρω γιατί το βάζω αυτό στα στραβά και στα ανάποδα, μακάρι όμως να ήταν περισσότερα αυτά τα στραβά τα χτεσινά.