Σχετικά με τους άνω ισχυρισμούς της εναγομένης Τράπεζας. α) Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η επιβολή των παραπάνω "εξόδων κίνησης" γίνεται αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των πρόσθετων υπηρεσιών που επικαλείται η εκκαλούσα, η επιβάρυνση αυτή είναι τελείως άσχετη με την παροχή άλλων υπηρεσιών της Τράπεζας, που ασφαλώς δεν κάνουν χρήση όλοι οι πελάτες της. Δεν δικαιολογείται η Τράπεζα, στα πλαίσια του ανταγωνισμού, να παρέχει δήθεν χαριστικά τις αναφερόμενες υπηρεσίες (αν πράγματι τις παρέχει δωρεάν) και παράλληλα, για την αντιμετώπιση του λειτουργικού κόστους αυτών, να επιβαρύνει άλλη άσχετη συναλλαγή πελατών της, β) ακόμη και αν η επιβολή της ανωτέρω χρέωσης από το Μάϊο του 1997 έγινε κατόπιν ενημέρωσης των καταθετών της, δεν αναιρεί το γεγονός ότι τούτο αποτελεί ανεπίτρεπτη μονομερή τροποποίηση βασικού στοιχείου της αρχικής σύμβασης, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, αφήνοντας παράλληλα το τίμημα (επιβολή άνω εξόδων κίνησης) αόριστο, σε κάθε δε περίπτωση διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή-καταθέτη (2 παρ. 6 και 7 περ. ε, στ του ν. 2251/1994), γ) η τραπεζική κατάθεση αποτελεί μεν ανώμαλη παρακαταθήκη, στην οποία, κατ' αρχήν, δεν επιτρέπεται η καταβολή αμοιβής, δαπάνης και εξόδων φύλαξης στο θεματοφύλακα, αφού αυτός έχει αποκτήσει την κυριότητα των πραγμάτων και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δανείου, κατ' άρθρο 830 ΑΚ. Οι διατάξεις όμως αυτές είναι βέβαια ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου μπορεί να συνομολογηθεί η καταβολή αμοιβής και εξόδων. Η συμφωνία όμως αυτή υπάγεται στον έλεγχο περί καταχρηστικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο ανωτέρω 2.08 όρος των Γ.Ο.Σ. τυγχάνει καταχρηστικός, ως αντίθετος προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 περ. ε, στ του ν. 2251/1994), δ) από τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας επιτρέπονται μεν οι επικαλούμενες από την εναγομένη "προμήθειες και έξοδα για την τήρηση και χρήση των λογαριασμών...", δαπάνες όμως άσχετες με τα έξοδα κίνησης που προβλέπονται από τον όρο 2.08 Γ.Ο.Σ., που όπως προαναφέρθηκε τυγχάνει και καταχρηστικός. Επίσης, ναι μεν σύμφωνα με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο 872/22-10-1998 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, "δεν απαγορεύεται η είσπραξη εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων εξόδων για την κάλυψη του κόστους των παρεχομένων στους πελάτες τους ειδικών υπηρεσιών...", εξόδων όμως που επιβάλλονται εκάστοτε για την αντιμετώπιση λειτουργικών δαπανών της συγκεκριμένης υπηρεσίας που παρέχεται από την Τράπεζα, χωρίς, με το πρόσχημα ότι οι πρόσθετες αυτές υπηρεσίες παρέχονται δήθεν δωρεάν, να επιρρίπτονται τα λειτουργικά τους έξοδα σε διαφορετικές συναλλαγές πελατών της, άσχετες με τις προσφερόμενες, ε) Τα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν βασικά από ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Επιβάλλεται όμως παράλληλα, ως εκ του σκοπού τους, να είναι δυνατή η ελεύθερη πρόσβαση σ' αυτά όλων των καταναλωτών που επιθυμούν να συναλλαγούν με συγκεκριμένη Τράπεζα και να μην αποκλείεται κάθε φορά, έστω και εμμέσως, ορισμένη κατηγορία καταναλωτών (στη συγκεκριμένη περίπτωση καταθετών που ο λογαριασμός τους παρουσιάζει υπόλοιπο κάτω των 5.000.000 δραχμών). Αβάσιμα, ως εκ τούτου, επικαλείται η εναγομένη ότι η εκάστοτε αναπροσαρμογή των εξόδων κίνησης των λογαριασμών αποτελεί "πρόταση" της Τράπεζας για σύναψη νέας σύμβασης, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πρόταση αυτή δεν θα την αποδεχθεί καταθέτης μέχρι 5.000.000 δραχμών, ως τελείως ασύμφορη, με συνέπεια τον έμμεσο αποκλεισμό του από την εναγομένη Τράπεζα, με την οποία -προφανώς- επιθυμούσε να έχει συναλλαγές και στ) είναι γεγονός ότι η επικαλούμενη από την εναγομένη ρήτρα 2Β του "Παραρτήματος" της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ της 5-4-1993, η οποία ενσωματώθηκε στο ν. 2251/1994, επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα τη μονομερή τροποποίηση των στοιχείων κόστους της σύμβασης (επιτοκίου, εξόδων, επιβαρύνσεων), υπό την προϋπόθεση ενημέρωσης των πελατών τους. Κατά το άρθρο 8 όμως της εν λόγω οδηγίας, "τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή". Κάνοντας χρήση της ευχέρειας αυτής ο εθνικός νομοθέτης παρέσχε με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 μεγαλύτερη και ευρύτερη προστασία στον καταναλωτή, χαρακτηρίζοντας, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ε' του άνω νόμου, καταχρηστικό κάθε όρο "που επιφυλάσσει στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο". Προβάλλει περαιτέρω η εναγομένη ότι, "ότι η πρόσφατη οδηγία 97/7/20-5-1997 ΕΚ εξαιρεί τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (στις οποίες περιλαμβάνονται και τα πιστωτικά ιδρύματα) από το πεδίο εφαρμογής της, επομένως αποκλείει ρητά ή περιορίζει τις περιπτώσεις των εδ. ε' και ια' του εθνικού νόμου 2251/1994". Αντικείμενο όμως της παραπάνω οδηγίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 αυτής, είναι συμβάσεις εξ αποστάσεως μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών, όπως εκείνες "που συνάπτονται στα πλαίσια ενός συστήματος πωλήσεων και παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, που οργανώνεται από τον προμηθευτή...", περιπτώσεις άσχετες με τη δικαζόμενη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ανωτέρω όρος 2.08 των Γ.Ο.Σ. είναι άκυρος ως καταχρηστικός, διότι το περιεχόμενό του αντίκειται στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ε' και ια' του ν. 2251/1994. Παρέχεται πράγματι με αυτόν στην εναγομένη Τράπεζα δικαίωμα μονομερούς και αυθαίρετης, σε βάρος του καταναλωτή-καταθέτη, τροποποίησης της σύμβασης, που δεν προβλέπουν οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (288 ΑΚ), με την επιβολή οποτεδήποτε "εξόδων κίνησης" σε κάθε λογαριασμό, για την περίπτωση που δεν παρουσιάσει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η Τράπεζα και που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι 5.000.000 δραχμές. Επιπροσθέτως, αφήνεται το τίμημα τούτο αόριστο, χωρίς να επιτρέπεται ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή.