Είμαστε κάπου στα '90, αρχές. Είμαι φοιτητής, δεύτερο έτος, νομίζω, αλλά δεν θυμάμαι καλά.
Έχω ξυπνήσει πρωί-πρωί (κατά της δώδεκα) και με την τσίμπλα στο μάτι χτυπάω έναν φραπέ. Πίνοντας την πρώτη γουλιά κάνω την τρομακτική διαπίστωση ότι έχω ξεμείνει από τσιγάρα. Χάλασμα! Να κάθεσαι κυριλέ με το παγωμένο φραπεδάκι στο χέρι (το οποίο έχει φτιαχτεί ακολουθώντας κατά γράμμα όλα τα ISO, ΙΕΕΕ, DOT καi SNELL πρότυπα---γιατί δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα), να έχεις πάρει περιοδικά, τασάκια και όλα τα κομφόρ και να συνειδητοποιείς, μετά την πρώτη ρουφηξιά, ότι το πακέτο είναι άδειο! Αυτό είναι οιωνός βαρύς για μένα, αλλά τότε-ακόμα δεν είχα μάθει να ερμηνεύω σωστά τα σημάδια.
Κατεβαίνω λοιπόν, με τον φραπέ στο χέρι (φανταστείτε παντοφλες, σορτσάκι, φανέλα και το μάτι ακόμα μισόκλειστο), στο περίπτερο που είναι κάτω απ’ το σπίτι μου (απίστευτη ευλογία να έχεις περίπτερο στα πενήντα μέτρα απ’ την πόρτα σου---αυτά πρέπει να βάζουν στις αγγελίες για φοιτητικά διαμερίσματα, όχι “κερντρική θέρμασνη” και “φρεσκοβαμμένη κουζίνα”... τέλος πάντων, βγαίνω εκτός θέματος). Περνάω, λοιπόν, το στενάκι απέναντι για να φτάσω στο περίπτερο και βλέπω στην γωνία τον αδελφό μου να καταφτάνει φουριόζος με το παπί! Τσίτα όμως λέμε! Είμαι μπροστά στο περίπτερο όταν σταματάει δίπλα μου με μια εντυπωσιακή κωλιά (μπροστινό φρένο δεν είχε το παπί εκείνο το φεγγάρι, γιατί “θα πάω να το φτιάξω άυριο”... και ξέρετε). Με μία κίνηση, κατεβαίνει απ’ το παπί, χωρίς να βάλει σταντ, βγάζει το “κράνος” (ένα τζετ καθίκι που από τις πολλές κατρακύλες κανένας δεν μπορούσε να πει τι χρώμα είχε αρχικά), πετάει μια σακούλα με κάτι συμπράγκαλα που κουβαλούσε μέσα στο κράνος, μου τα δίνει και μου λέει: “Μαλάκα, χέστηκα! Πάρε το παπί, κλείδωσέ το, εγώ πάω πάνω...” και φεύγει τρέχοντας. Εντάξει, όλοι έχουμε βρεθεί στη θέση του, δεν είναι θέμα...
Εγώ, τώρα χωρίς καλά-καλά να καταλάβω τι έγινε, έχω μείνει να κρατάω το παπί απ’το αριστερό γκριπ με το ένα χέρι και στο άλλο να έχω τον φραπέ και το κράνος με τα συμπράγκαλα. Όλα αυτά μπροστά στο περίπτερο, χωρίς να έχω ξυπνήσει ακόμη, χωρίς να έχω πιεί καφέ, χωρίς να έχω κάνει τσιγάρο. Ε, πολύ θέλει? Κάνω λοιπόν την λογική (έτσι μου φάνηκε στην κατάσταση που ήμουν) κίνηση να κρεμάσω το κράνος απ’ το λουράκι στο δεξί γκριπ, προσέχοντας, πάνω-απ’ όλα, να μην χύσω το φραπέ... Έλα όμως που το παπί ήταν αναμμένο, έλα όμως που ο ΤΡΙΜΑΛΑΚΑΣ ο αδελφός μου, πριν μου το δώσει, δεν είχε βάλει νεκρά, αλλά το είχε αφήσει με πρώτη, και έλα που το κράνος με τα συμπράγκαλα ζύγιζε κανά-δυο κιλά και εγώ στην φάση που βρισκόμουν δεν ήμουν και σε θέση για “χειρισμούς ακριβείας” και για “λεπτές κινήσεις”... Μόλις το λουράκι του κράνους ακουμπάει το γκάζι κάνει ένα ΜΠΡΑΟΥ το παπί και φεύγει μόνο του προς το περίπτερο. Μου φεύγει ο καφές απ’ το χέρι, προσπαθώ να τον σώσω, αλλά συνηδειτοποιώντας ότι (α) ο καφές είναι χαμένη υπόθεση και (β) μάλλον πρέπει να επανεξετάσω τις προτεραιότητές μου, αποφασίζω να ασχοληθώ με το παπί καλύτερα. Πάω να το πιάσω, μλέκεται το χέρι μου στο λουρί του κράνους, τεντώνεται το λουρί, ανοίγει τέρμα το γκάζι και το παπί κάνει μια μεγαλειώδη σουζα, ΛΑΜΠΑΔΑ ΟΜΩΣ ΛΕΜΕ, μου φεύγει απ’ τα χέρια και σουζαριστό πάει και σκάει, ΜΟΝΟ ΤΟΥ, σαν μπάλα του μπιλιάρδου, πάνω σε ΤΡΙΑ σταντ με περιοδικά που ήταν έξω απ’το περίπτερο. Στράικ κανονικό! Σαματάς! Πανικός! Γεμίζει το μισό τετράγωνο με ιλουστρασιόν χαρτοπόλεμο (κι ένα glx χωμένο κάπου ανάμεσα)... Βιβλική καταστροφή! Ο περιπτεράς να έχει βγει έξω και να μην μπορεί να πιστέψει τι έγινε, δυο γκόμενες που πήγαιναν να ψωνίσουν απ’ το περίπτερο να τρέχουν πανικόβλητες, και δυο τύποι που την είχαν αράξει απέναντι να μην τους έχει μείνει άντερο!
Ρε παιδιά, τρία χρόνια έκανα να ξαναπάω για τσιγάρα σ’ αυτό το περίπτερο. Περισσότερο απ’ όλα, δηλαδή, αυτό με χάλασε...
Προσοχή λοιπόν στις σούζες!