Βάζω άλλη μια χαζοιστοριούλα. Ελπίζω να μην σας τα 'χω κάνει μπαλόνια. Αν είναι πείτε το, έχει και στοπ. Τούτη δω, πάντως, βγήκε λίγο πιο φλύαρη, τι να κάνουμε...
Κοιμάμαι του καλού καιρού και ονειρεύομαι μηχανάκια, γκόμενες και τρελά ταξίδια. Είμαι 19-20 χρονών, βλέπετε---πρώτα φοιτητικά χρόνια, πρώτη φορά μένω μόνος μου---και οι προτεραιότητές μου είναι εντελώς ξεκάθαρες! Τον ύπνο μου τον χαλάει επίμονο χτύπημα κουδουνιού. Βγάζω το κεφάλι απ’ τα σεντόνια και κοιτάω το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι. Οκτώμιση! Πώ-πω ρε πούστη, πάλι κοιμήθηκα μέχρι το βράδυ και έρχονται τα ρεμάλια να με πάρουν να βγούμε έξω... Ολόγυρα, σημάδια της χθεσινοβραδινής κραιπάλης. Άδεια μπουκάλια από μπύρες και λοιπά ξίδια παντού και τασάκια τόσο ξέχειλα που έχουν αρχίσει πλέον να αλληλοβοηθούνται στο έργο τους. Στην γωνιά του δωματίου, σε ένα μισοδιαλυμένο στρώμα, χύμα κάτω στο πάτωμα, κοιμάται ένας τύπος. Είναι ο Μήτσος. Είχε έρθει χθες το βράδυ να “διαβάσουμε”. Και μετά ήρθαν κι άλλοι πολλοί να μας βοηθήσουν. Αλλά, κρίνοντας απ’ τα άδεια μπουκάλια, κάποιο λάθος κάπου πρέπει να κάναμε και το σχέδιο ναυάγησε πριν μπει σε εφαρμογή. Συμβαίνουν αυτά, δεν είναι τίποτα. Το κουδούνι εν τω μεταξύ επιμένει. Σηκώνομαι και ανοίγω τα παντζούρια. Ντάλα ήλιος. ΟΚΤΩΜΙΣΗ ΤΟ ΠΡΩΙ! Δε θα μπορέσω, φίλε! Σέρνομαι όπως-όπως μέχρι την πόρτα, την ανοίγω χωρίς να κοιτάξω καν ποιος είναι και την ξαναπέφτω κάτω απ’ τα σεντόνια. Ο Γιώργος μπαίνει μέσα φουριόζος, έρχεται πάνω από το κρεβάτι και με σκουντάει:
- Ξύπνα μαλάκα, μισή ώρα χτυπάω!
- Ασε με ρε φίλε, κοιμάμαι.
- Ξύπνα ρε, σήκω!
- Φτιάξε καφέ κι άσε με. Έχει μέσα. Και παγάκια έχει, κι απ’ όλα. Ξεκόλλα.
- Ξύπνα ρε σου λέω, πάμε να δώσουμε μάθημα! Θα το χάσουμε!
- Δεν έχω διαβάσει ρε, άσε, θα το δώσω το Σεπτέμβρη.
- Σεπτέμβρη έχουμε, μαλάκα. Σήκω!
Βλέποντας ότι δεν παίζει να το αποφύγω, σηκώνομαι απρόθυμα και ψαχουλεύω τριγύρω για ρούχα και παπούτσια. Ντύνομαι και ρωτάω το Γιώργο: “Τι μάθημα δίνουμε, ρε?” (άριστα προετοιμασμένος, βλέπετε) “Ανάλυση ΙΙ, ρε φίλε!”, μου απαντά κραδαίνοντας ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ μάτσο σελίδες, όπως κάτι Αφρικανοί πολεμιστές κραδαίνουν κάτι φουντωτά σκουτάρια.
- Και τι είναι αυτά ρε Γιώργο?
- Σημειώσεις. Τα ΣΟΣ.
- Τα ΣΟΣ, ε? Κι εγώ που νόμιζα ότι ήταν τα άπαντα του Γκάους, του Όιλερ και του Λάιμπνιτζ μαζί!
- Όχι ρε, τα απολύτως απαραίτητα είναι.
- Και δε μου λες, ρε φίλε, με τι θα πάμε? Θα πάρουμε λεωφορείο?
- Οχι ρε, δεν προφταίνουμε! Δεν έχεις το παπί?
- Τσου. Το χει ο αδελφός μου.
- Πούστη μου, πίπα! Δε θα προφτάσουμε!
Είμαι έτοιμος να του πω “και τότε τι με ξύπνησες, ρε” και να την ξαναπέσω κατευθείαν για ύπνο. Δυστυχώς, όμως, στη ζωή δεν παίρνουμε πάντα τις σωστές αποφάσεις... Θυμάμαι το Μήτσο. Κοιμάται ακόμα του καλού καιρού στην γωνία. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που εστιάζουν στα σημαντικά! Πλησιάζω, τον σκουντάω μία, τον σκουντάω δύο, τελικά κάτι σαλεύει και ένα μαλλιαρό πράγμα γυρνάει και μ’ αντικρίζει:
- Ρε Μήτσο, θα ‘ρθεις να δώσεις Ανάλυση ΙΙ?
- Όχι ρε, την έχω περάσει! (σημ: Παπάρια είχε περάσει. Απλά είχε διαλέξει καλύτερη στρατηγική από μένα για να επιστρέψει στον ύπνο!)
- Ρε συ, να πάρουμε το μηχανάκι σου? Δεν προφταίνουμε αλλιώς.
- Καλά ρε, πάρτε το, αλλά να προσέχετε. Τα κλειδιά είναι στο μπουφάν.
Αυτό θα πει προσήλωση στο στόχο σου, μάγκες! Θυσιάζεις το μηχανάκι σου, αλλά δεν χαλάς τον ύπνο σου με τίποτα! Ψάχνω για κανά δεκάλεπτο το μπουφάν. Τελικά το βρίσκω κάτω από κάτι κουτιά πίτσας, μέσα στο μπάνιο (μη ρωτάτε) και ψαρεύω τα κλειδιά. Πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. “Τι κάνεις ρε μαλάκα! Δεν προφταίνουμε, λέμε!” ουρλιάζει ο Γιώργος, με τις σημειώσεις πάντα παλλόμενες απειλητικά. Εδώ ακριβώς έγινε το μεγάλο λάθος! Το λέω και το υπογραμμίζω, για να μαθαίνουν οι νέοι: ΔΕΝ αφήνεις άνθρωπο να καβαλήσει πρωί-πρωί, μετά από ξίδια, χωρίς να έχει πιει καφέ. Τέτοια λάθη δεν τα κάνεις, όπως και να ‘χει. Αλλά βλέπετε, τότε ήμασταν μικροί και δεν είχαμε την απαραίτητη πείρα.
(συνεχίζεται...)