ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ
X''Χρηστος (Ζήκος): Δώσε ένα σκέτο ρε Κιτσάρα. [Κάνει τράκα τσιγάρο στον Ρίζο]
Ρίζος (Κιτσάρας): Πάρε...
X''Χρηστος (Ζήκος): [Αφού παίρνει το πακέτο και του βάζει στην τσέπη του σακακιού δύο τσιγάρα (!!!) ανάβει ένβα από τα τσιγάρα του Κιτσάρα] Πω-πω, στούκας είναι. Αλλαξε μάρκα πάλι. Ρε ζουμπά μην αλλάζεις μάρκα θα μας χαλάσεις το λαιμό...
ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ ΙΙ
X''Χρηστος (Ζήκος): [Τον ρωτάει το αφεντικό που είναι οι φακές από το μπακάλικο] Τόσον κιρό τις είχαμε, έσκασαν οι φακές, βγήκαν τα σκουλίκια, πήραν από μία φακή στον ώμο και ίσα τον ανήφορα...
ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ ΙΙΙ
X''Χρηστος (Ζήκος): [Το αφεντικό τον έχει ρωτήσει αν έχει φέρει όλα τα "καλά" που του είπε και του ζητάει να τα δώσει στην κοπελα (την οποία ο Ζήκος αγαπάει)]: Τυρί φέτα και κονσέρβα σολωμό, μήτε να τ΄αγγίξεις. Μήτε...
(ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΤΛΟ ΤΑΙΝΙΑΣ)
Αννα Φόνσου: [Δείχνει φωτό που της έχει στείλει διά αλληλλογραφίας ο Πάντζας (υπάλληλος σε βενζινάδικο)] Ναι, σου λέω, είναι πλούσιος, να μου έχει στείλει και φωτογραφία του πύργου του (και βάζει γκρο πλαν μία καρτ ποστάλ του ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ!!!)
ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ
Σταυρίδης: [Ψάχνει τη γυναίκα του αν τον απατάει και ρωτάει τον υπάλληλο καφενείου Γκιωνάκη] Σε αυτό το τραπέζι ποιος καθόταν;
Γκιωνάκης: [Στο τραπέζι υπάρχουν δύο ποτήρια και δύο μπουκάλια] Κανείς.
Σταυρίδης: Τι κανείς, αυτά ποιος τα ήπιε;
Γκιωνάκης: Ενα ζευγάρι
Σταυρίδης: Αφού είπες κανείς δεν καθόταν!
Γκιωνάκης: Δεν κάθονταν στο τραπέζι, στις καρέκλες κάθεται ο κόσμος
ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ ΙΙ
Σταυρίδης: Μία πορτοκαλάδα θα μου δώσετε;
Γκιωνάκης: Από πορτοκάλι;
Σταυρίδης: Οχι, ρε, από λεμόνι...
ΤΟΠ ΑΤΑΚΑ ΑΝΑ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ!!!!!!
Ο ΣΤΡΙΓΓΛΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΡΝΑΚΙ
Κωνσταντάρας: [Τρώει με τους γιους το, κάτι του κάθεται στο λαιμό και πνίγεδται]: Μικρέ (γκκχ, γκκχ), ένα ποτήρι νερό (γκκχ, γκκχ).
"ΜΙΚΡΟΣ": [Στον αδερφό του] Πηγενε έσυ ρε...
ΑΛΛΟΣ ΓΙΟΣ: Οχι, εσένα είπε...
[Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΠΝΙΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ, ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΟΣ]
Μεγάλος γιος: Καλά, ρε γαϊδούρια. Ο πατέρας σας. Ο πατέρας σας, ρε... Τι σας ζήτησε; Ενα ποτήρι νερό. [ Ο Κωνσταντάρας γνέφει και συμφωνεί, συνεχίζει ο γιος]. Γαιδούρια, ε γαϊδούρια. Αντε ρε πατέρα πιες μονάχος σου νερό... Α, και όπως έρχεσαι φέρε και σε εμένα ένα ποτήρι...
Φλαπ!!!!!!! (η φάπα από τον Κωνσταντάρα...)