Με είδα να μου έρχεται ειδοποίηση στο fb για μια ομάδα που ούτε καν μέλος είμαι, το όνομα αυτής "Καυτές Σέλες".
Αφορούσε σε μια δημοσίευση του Kostas Nikellis την οποία θέλω να μοιραστώ μαζί σας αυτούσια.
(Ελπίζω να μην γίνεται παράβαση κάποιου κανόνα)
Πρωταρχική πηγή εδώ
https://www.facebook.com/share/p/xrJyZ1V3woaLKTba/
Ιστορίες πηχτής βλακείας και πίκρας Vol. 23877.
Στην Ξι.
Απόψε ήρθε στον ύπνο μου παλιά φίλη.
Αιώνες χαμένη, δεν ξέρω καν αν ζει.
Συνήθως έρχονται όταν δεν.
Καλά να είναι, όπου είναι.
Ελεύθερο πνεύμα.
Τόσο που πόναγε με τα απλά που ζούμε όλοι.
Ποτέ δεν κατάλαβα αν με όσα έκανε, έψαχνε απλά λιμάνι ν' αράξει όπως όλοι ή να πατήσει όσα κουβάλαγε μέσα της και να προχωρήσει.
Σοφία τη λέγανε, το Ξι ήτανε παρατσούκλι.
Στην εποχή που όλοι βγάζαμε σε όλους, το διάλεξε μόνη της κάποτε σε μια βόλτα.
Καλοκαίρι, γυρίζαμε 5-6 μηχανάκια χρέπια σε κάτι χωριά, κάπου κοντά στην Αράχωβα.
Μπορεί να σταματήσαμε κι εκεί, δε θυμάμαι τόσα χρόνια μετά.
Όλοι δερμάτινα, η Ξι Ντέιζι Ντιουκ φάση.
Σορτσάκι τζιν μισοκάπουλο με πουκάμισο τραπεζομάντιλο μέσα από το μπουφάν και μπότες.
Τουλάχιστον φόραγε κράνος.
Κόψαμε τότε να τσεκάρουμε χάρτη που χαθήκαμε, και την κιαλάρουν κάτι τσιφλικάδες στον καφενέ με τους κολίγους τους.
Κορμάρα τότε η Ξι, στη φάτσα μας τα χάλαγε λίγο, οι δικές μας όμως ήτανε πολύ χειρότερες.
Φερμάρουνε πόδι ατελείωτο οι προύχοντες, και ξηγιέται χρησμό ατάραχος ο αρχιτσιφλικάς, χαϊδέυοντας μουστάκα μπαντανόβουρτσα :
- "Ξικουλιάρκου".
Συμφωνούνε κουνώντας κεφάλια, καπνίζοντας και χαζογελώντας με τσίπουρα αρχόντοι και κολίγοι, κι η Ξι που ακούει τους χώνει μπινελίκια για τις μανούλες τους πριν προλάβουμε ν' αντιδράσουμε.
Μάπες θα μαζεύαμε βέβαια αλλά για την τιμή των όπλων.
Καρφωτή πρώτη και δρόμο.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω της χώνουμε.
- Μωρή ηλίθια, άλογα θα μας έκανε ολόκληρο χωριό, τι θες και πετάγεσαι, εμείς τι κάνουμε εκεί;
Με τον μισό κώλο έξω τι περίμενες να σου πούνε εδώ που είμαστε δηλαδή;
Δεν μιλάει και στο τέλος ξηγιέται, από δω κι εμπρός θα με φωνάζετε Ξι.
Έλα ρε σοβαρέψου λέμε, επειδή σε είπανε έτσι, τσιμέντο η Ξι.
Της έμεινε, μέχρι και στη μάνα της το πέρασε χωρίς να της εξηγήσει το γιατί.
Γέρο δεν είχε από μικρή.
Λίγα χρόνια αργότερα χαιρέτησε και μάνα.
Μόνη της το πάλευε.
Κι αυτό, κι αυτά που κουβάλαγε μέσα της και τ' άλλα.
Θα μπορούσε να ξηγιέται όπως οι πολλές, με τέτοια κορμάρα προσόντα φόραγε.
Δεν θα ήτανε αυτή όμως.
Αυτό το καταλάβαινα.
Και το σεβόμουν.
Αληθινή.
Ίσως αυτό που σέβομαι περισσότερο στον κόσμο.
Τέλος πρώτου μέρους