Ως μέλη του «Ελληνικού Ηλεκτρονικού Κέντρου (Hellenic Electronic Center), μη κερδοσκοπικού οργανισμού των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύουμε μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας της διασποράς, της Ελλάδος και της Κύπρου, ως και φιλέλληνες συναδέλφους στον πανεπιστημιακό χώρο.
Το παρακάτω κείμενο είναι μία ανοικτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και μέλη της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Την παρούσα επιστολή επίσης προσυπογράφουν ο τ. υπουργός Μακεδονίας-Θράκης κ. Νικόλαος Μάρτης και ε.α. αξιωματικοί των τριών Όπλων.
Με την πρωτοβουλία αυτή αποσκοπούμε στο να σας διαβιβάσουμε προσηκόντως την βαθειά ανησυχία μας αναφορικά με την υπουργική Απόφαση δημοσιευθείσα την 10η Ιουλίου 2006 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Δεύτερο, αρ. φύλλου 867, σελίδες 12373-12390) σχετικά με την εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας ως μαθήματος επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας στο επίπεδο δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Κριτική αξιολόγηση της εν λόγω υπουργικής Απόφασης καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ελληνόφωνους χριστιανούς μαθητές Γυμνασίου ολόκληρης της χώρας και όχι σε τουρκόφωνους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης.
Αναφορικά με το δημοσίευμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα θέλαμε να σας επισημάνουμε τα ακόλουθα:
1. Από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας ουδέποτε διατυπώθηκε βούληση – δίκην λαϊκής απαίτησης –- υπέρ της εισαγωγής της τουρκικής γλώσσας στο ελληνικό σχολείο κατά το πρότυπο της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής.
Το εγχείρημα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠ.Ε.Π.Θ.) θα μπορούσε να θεωρηθεί υπό διαφορετικό πρίσμα αν προηγουμένως είχε παρατηρηθεί κάποια αξιοσημείωτη ζήτηση της τουρκικής στα ιδιωτικά φροντιστήρια, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με άλλες γλώσσες. Αντίθετα ο τρόπος με τον οποίο το Υπουργείο επέλεξε να προωθήσει το ζήτημα – και μάλιστα κατά τους θερινούς μήνες – γεννά εύλογα ερωτήματα και απορίες.
Μείζονα θέματα όπως ο φορέας (ή οι φορείς) χρηματοδότησης του εν λόγω προγράμματος, η αξιολόγηση και ο καθορισμός της διδακτικής ύλης και βιβλίων, καθώς επίσης η διαδικασία πρόσληψης του διδακτικού προσωπικού, θα έπρεπε να είχαν αποσαφηνισθεί πριν από την κατάθεση και υιοθέτηση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης μέσα από διαδικασίες διαφάνειας, διαλόγου και διαβούλευσης.
Με την παρούσα επιστολή ζητούμε από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. όπως προβεί σε κοινοποίηση της σχετικής εισηγητικής έκθεσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
2. Οι Έλληνες ήδη συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πλέον γλωσσομαθείς λαούς της Ευρώπης, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων μαθητών έχει διδαχθεί συστηματικά την αγγλική, τη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα. Εν προκειμένω, είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί προτιμήθηκε από τους υπεύθυνους η τουρκική γλώσσα σε σχέση παραδείγματος χάρη με την ισπανική ή την ιταλική, για τις οποίες η ζήτηση είναι πασίγνωστη. Είναι όντως αξιοπερίεργο, ότι το ΥΠ. Ε.Π.Θ. μεθοδεύει την εισαγωγή ωρών για την τουρκική, τη στιγμή που πρόσφατα αποφάσισε να μειώσει τις ώρες διδασκαλίας ξένων γλωσσών, όπως λ.χ. της γερμανικής και της γαλλικής.
Επιπλέον, η εισαγωγή της τουρκικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας ενέχει σοβαρό κίνδυνο εξαναγκασμού των μουσουλμάνων μαθητών, τόσο από τον κοινωνικό τους περίγυρο όσο και από εξω γενείς παράγοντες, να την προτιμήσουν έναντι της γαλλικής ή της γερμανικής, σε βάρος της σταδιοδρομίας τους. Μάλιστα για την περιοχή της Θράκης ο εξαναγκασμός αυτός είναι δεδομένος.
3. Το επίσημο κείμενο της υπουργικής Απόφασης, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποφεύγει να διευκρινίσει αν και κατά πόσο το πρόγραμμα θα περιορισθεί στους γειτνιάζοντας προς την Τουρκία νομούς Ξάνθης και Ροδόπης ή αν θα επεκταθεί σταδιακά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως λόγου χάρη στα νησιά του ανατολικά Αιγαίου.
Σημειωτέον ότι η εν λόγω πρωτοβουλία λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια μίας περιόδου δυσχερούς και δη προβληματικής προσέγγισης με την γείτονα Τουρκία. Η τελευταία, όχι μόνον στερείτε της στοιχειώδους πρόθεσης να εισαγάγει την ελληνική γλώσσα στο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό της σύστημα, αλλά απεργάζεται σχεδίων συστηματικής εξολόθρευσης των τελευταίων στοιχείων της πολιτισμικής παρουσίας της Ρωμιοσύνης στην Πόλη.
Η μακροχρόνια και κατά τις ενδείξεις μόνιμη κατάργηση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η κλιμάκωση του διασυρμού, της καταπίεσης, του εκφοβισμού και του εξευτελισμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως μη νομικού προσώπου εν Τουρκία, και η συνεχιζόμενη καταπάτηση των Πατριαρχικών Καταστημάτων, προδίδουν συντονισμένη και σταθερή πορεία απομάκρυνσης, και όχι αμοιβαίας προσέγγισης από πλευράς της γείτονος, παρά τις ειλικρινείς και έμπρακτες προθέσεις από την μεριά της χώρας μας.